Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Ενημέρωση από το Συμβουλευτικό Σταθμό Νέων Γ΄Αθήνας για τη Βία και το Σχολικό Εκφοβισμό (μέρος 2ο)



Το «παιδί που εκφοβίζεται» 

Έχει σημαντικές δυσκολίες στην υπεράσπιση του εαυτού του. 
Αδυνατεί να προβεί σε πράξεις οι οποίες θα σταματήσουν τον εκφοβισμό.
Νιώθει αδύναμο, φοβάται υπερβολικά.
Φαίνεται να λέει συχνά: «αν μιλήσω, θα είμαι “καρφί” και θα με βλάψουν ή θα με απομονώσουν χειρότερα».
Μπορεί να έχει εσωτερικεύσει το ρόλο του «αδύναμου» από το οικογενειακό περιβάλλον.
Μπορεί να προέρχεται από ένα υπερπροστατευτικό ή αυταρχικό περιβάλλον και να έχει ζητήματα αυτονόμησης. 
Δεν έχουν όλα τα παιδιά τις ίδιες πιθανότητες να πέσουν θύματα σχολικού εκφοβισμού. 
Στις πιο ευεπίφορες ομάδες ανήκουν τα παιδιά που προέρχονται από κοινωνικές, εθνικές και πολιτιστικές μειονότητες (αλλοδαποί, αλλόθρησκοι). 
Έφηβοι με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, οι οποίοι γίνονται δέκτες των πιο σαδιστικών ενστίκτων των ομηλίκων τους, καθώς τα ζητήματα της σεξουαλικότητας απασχολούν πολύ έντονα τους εφήβους.
Αγόρια με μειωμένη σωματική δύναμη. 
Παιδιά με ειδικές ανάγκες.
Παχύσαρκα παιδιά ή παιδιά με κοντό ανάστημα, αναλογικά με την ηλικία τους. 
Παιδιά με εξελικτικές καθυστερήσεις π.χ. καθυστερημένη ήβη των δευτερογενών χαρακτηριστικών , τα οποία είναι εμφανή: τριχοφυΐα, αλλαγή φωνής ύψους για τα αγόρια, αύξηση στήθους για τα κορίτσια κλπ, πράγμα που δημιουργεί ένα αίσθημα μειονεξίας και επηρεάζει την αυτοεκτίμηση των εφήβων.
Παιδιά με εύθραυστο ψυχισμό χαρακτηρολογικά.

Το «παιδί που εκφοβίζει»

Η βία, για το παιδί που εκφοβίζει, φαίνεται να αποτελεί την «εκδραμάτιση» μιας εσωτερικής σύγκρουσης. Στην πραγματικότητα το παιδί που εκφοβίζει είναι το ίδιο εξαιρετικά φοβισμένο, σχεδόν τρομοκρατημένο. Χαρακτηρίζεται συχνά από μια εύθραυστη ταυτότητα και για το λόγο αυτό «χρειάζεται» να την επικυρώνει με αυτόν το βίαιο και επιθετικό τρόπο.
Όταν κανείς νιώθει ασφαλής με τον εαυτό του και ασφαλής στο πλαίσιο που ζει, δε χρειάζεται να το παίζει «νταής» ή «μάγκας» για να επιβεβαιώσει τη δύναμή του. Όπως γνωρίζουμε, ο ψυχολογικός αντίλογος κάθε υπερβολής είναι το έλλειμμα. 
Το παιδί που εκφοβίζει συχνά είναι βαθιά υποτιμημένο ή και λανθασμένα υπερτιμημένο από οικογενειακό περιβάλλον. Δε διαθέτει δηλαδή, μια σχετικά σαφή εικόνα εαυτού.
Ο κόσμος της εμπειρίας του, «οι άλλοι», χωρίζεται εντός του σε κάτι απόλυτα «καλό» και κάτι απόλυτα «κακό». Ζει σε μια κατάσταση «σχάσης» (splitting), εξιδανικεύει, δηλαδή και απορρίπτει με απόλυτο τρόπο.
Οι μαθητές που εκφοβίζουν προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή και να γίνουν πιο δημοφιλείς, γιατί σε ένα βαθύτερο επίπεδο είναι δυστυχισμένοι και απέραντα μόνοι. 
Μέσω του μηχανισμού της προβλητικής ταύτισης, προσπαθούν να μεταφέρουν στους άλλους αυτό το έλλειμμα χαράς και το αίσθημα της έντονης υποτίμησης που οι ίδιοι νιώθουν. Προσπαθούν δηλαδή, μέσω του εκφοβισμού, να κάνουν τον άλλο να νιώσει άσχημα για τον εαυτό του, όπως ενδεχομένως να έχει νιώσει ή να νιώθει και ο ίδιος σε άλλα πλαίσια.
Το παιδί που εκφοβίζει μπορεί να νιώθει συναισθήματα ζήλιας για τον αποδέκτη της εκφοβιστικής συμπεριφοράς, παρότι επιφανειακά δείχνει ότι τον υποτιμά. Π.χ bullying σε καλούς μαθητές ή σε όμορφες μαθήτριες. 
Ο εκφοβισμός, σε ένα ασυνείδητο επίπεδο, αποτελεί μια μορφή επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης τους με την «εξουσία», έτσι όπως τη βίωσαν ή και τη βιώνουν. 
Η ικανότητα διαχείρισης των ματαιώσεων και τα επιθετικά συναισθήματα που απορρέουν από αυτές, παραπέμπουν στις πρωταρχικές μας σχέσεις και κυρίως στη σχέση με τη μητέρα. Εκεί, συχνά, βρίσκουμε μειωμένη ανθεκτικότητα (resiliance) στη ματαίωση του παιδιού που εκφοβίζει. Η «αρχή της ηδονής» φαίνεται να κυριαρχεί στην «αρχή της πραγματικότητας».
«‘Ο,τι δεν είναι σαν κι εμένα το καταστρέφω ή ό,τι δε θέλω να είμαι το απωθώ και του επιτίθεμαι». Αυτοί που συστηματικά εκφοβίζουν φαίνεται να προβάλλουν τις «κακές» ιδιότητες στον άλλον, τον «αδύναμο», «κατώτερο» άλλο.
Ο άλλος είναι ο «ψυχικός σκουπιδοτενεκές» των συναισθημάτων και ιδιοτήτων που οι ίδιοι έχουν απωθήσει. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε από την ομαδική ψυχολογία, το «εξιλαστήριο θύμα» είναι ένας βασικός ρόλος της ομαδικής ζωής και τον έχουμε δει να συμβαίνει στη μικροκλίμακα της ομάδας-τάξης.
Χαρακτηριστικό του παιδιού που εκφοβίζει είναι η ευθυνοφοβία και το ψέμα. Δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του, καθώς έχει μάθει να «δείχνει τον άλλο», όπως ενδεχομένως να έχει ο ίδιος ενοχοποιηθεί μέσα στο δικό του οικογενειακό πλαίσιο.
Αν αυτό έχει συμβεί, ο μαθητής μεταβιβάζει αυτόν το δυσλειτουργικό ρόλο που έχει εσωτερικεύσει από την οικογένεια στο σχολείο. Ο μαθητής δηλαδή «έρχεται με έτοιμο ρόλο στο σχολείο».
Το παιδί που εκφοβίζει προέρχεται συχνά από ένα υπερβολικά αυστηρό ή υπερβολικά επιτρεπτικό περιβάλλον ή ακόμα από ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από τη ασυμφωνία των γονέων, αναφορικά με τους οικογενειακούς ρόλους, με αποτέλεσμα το παιδί που εκφοβίζει να έχει συχνά ζητήματα «ορίων» και ταυτότητας.
Ο σχολικός εκφοβισμός μπορεί να αποτελεί μια αρχική ένδειξη για την κλινική εκδήλωση της αντικοινωνικής διαταραχής.
Το παιδί που εκφοβίζει, μπορεί να εκφράζει τα επιθετικά συναισθήματα, που έτσι κι αλλιώς αναδύονται σε κάθε ομαδική συνθήκη, των μελών της ομάδας ή ακόμα και της σχολικής κοινότητας, τα οποία, η ωριμότητα του εκπαιδευτικού πλαισίου και η αξιακή κουλτούρα του σχολείου μπορούν να απορροφήσουν.
Τελικά 
Η εκδήλωση του εκφοβισμού και της βίας δεν ξεκινά από τη «διαφορετικότητα» του παιδιού που εκφοβίζεται. Αντίθετα, έχει ως σημείο εκκίνησης το διαταραγμένο και βαθιά τραυματισμένο ψυχισμό των ίδιων των παιδιών που εκφοβίζουν. Τα παιδιά αυτά μπορεί να έχουν κακοποιηθεί, να έχουν υποτιμηθεί και να μεγαλώνουν σε ένα απορριπτικό και βίαιο περιβάλλον από το οποίο απουσιάζει η ενσυναίσθηση και η αποδοχή. Και αυτό ακριβώς το συναισθηματικό έλλειμμα «μεταβιβάζουν», στο σχολείο ή και έξω από το σχολείο, στο δρόμο, στη γειτονιά, εκφοβίζοντας τους άλλους. Όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει η Alice Miller, «κάθε βασανιστής του εαυτού του ή των άλλων, έχει υπάρξει θύμα». 
Κάθε σύμπτωμα, δηλαδή, φαίνεται να είναι ένας «λόγος» που εμποδίστηκε να εκφραστεί με λόγια, ένας ανείπωτος ψυχικός πόνος. Για το λόγο αυτό, καλό θα είναι, η ενσυναίσθησή μας (empathy) να μην εξαντλείται στο παιδί που εκφοβίζεται. Το παιδί που εκφοβίζει το έχει εξίσου ανάγκη. Απομονώνουμε την εκφοβιστική συμπεριφορά. Δεν απομονώνουμε το πρόσωπο. Για αυτό, πλησιάστε αυτό το παιδί. Μην το φοβηθείτε. Θυμηθείτε ότι εκείνο φοβάται περισσότερο. Είναι σχεδόν τρομοκρατημένο.


Ελισάβετ Παντελίδου: Υπεύθυνη του Σ.Σ.Ν. Γ΄Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου